κήυος

κήυος
κήϋος, -ΰα, -ον (Α)
επιγρ. πιθ. καθαρτικός ή καμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *qēu- «καίω», στης οποίας τη συνεσταλμένη βαθμίδα *qәu- ανάγεται το ρ. καίω. Μαρτυρείται στη φρ. θύεν... τρικτεύαν κηΰαν, στο περιβάλλον τής οποίας μπορεί να θεωρηθεί είτε ως επίθ., όπως το κηώδης, είτε ως ουσ., οπότε προέρχεται πιθ. από τ. unF-yā ή unF-ā].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κησσόν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εὔοδμον». [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται πιθ. με τα κήϋος*, κηώδης* (θ. κη ) + κατάλ. σσός, πρβλ. οκτα σσός, τετρα σσός] …   Dictionary of Greek

  • κηώδης — και κειώδης, ῶδες (Α) αυτός που έχει την οσμή τού θυμιάματος, εύοσμος («κηώδεα φύετο πάντα», Διον. Περ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κη ώδης. Το α συνθετικό τής λ. κη προέρχεται από ένα αμάρτυρο ουδ. *κῆFος «αρωματικό ξύλο» που είναι παρ. από το θ. τού αόρ.… …   Dictionary of Greek

  • τριττύα — και τρικτύα και τρίκτοια και τρίττοια και τρίκτευα και τρικτεύα και τρίττοα και τρίκτειρα, ἡ, Α θυσία τριών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριττύς / τρικτύς, κατά τα θηλ. σε α (πρβλ. ὄστρυς: ὀστρύα). Οι τ. τρίττοια / τρίκτοια και τρίττοα είναι πιθανότατα δ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”